- ἀχορηγησία
- ἀ-χορ-ηγησία, Mangel an Zufuhr u. Mitteln überhaupt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αχορηγησία — ἀχορηγησία και ἀχορηγία, η (Α) έλλειψη προμηθειών ή εφοδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχορηγησία < αχορήγητος και ο τ. αχορηγία < α στερ. + χορηγία] … Dictionary of Greek
ἀχορηγησίαν — ἀχορηγησίᾱν , ἀχορηγησία want of supplies fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)